- λογομαχώ
- λογομάχησα, μαλώνω με λόγια, φιλονικώ: Λογομαχήσαμε και έφυγε θυμωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογομαχώ — λογομαχώ, λογομάχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λογομαχώ — (AM λογομαχῶ, έω) [λογομάχος] ανταλλάσσω υβριστικά λόγια με κάποιον, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ μσν. λογομάχομαι* … Dictionary of Greek
λογοφέρνω — λογομαχώ, φιλονικώ με λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φέρνω] … Dictionary of Greek
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
αμφιλέγω — ἀμφιλέγω (Α) 1. φιλονικώ, λογομαχώ 2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λέγω. ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος] … Dictionary of Greek
αμφισβητώ — ( έω) (Α ἀμφισβητῶ) 1. έχω αντιρρήσεις για κάτι, διαφωνώ, ενίσταμαι 2. (ως δικανικός όρος) προβάλλω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, διαφιλονικώ 3. παθ. είμαι αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνιών νεοελλ. δεν αναγνωρίζω, δεν αποδέχομαι την αυθεντία… … Dictionary of Greek
ανακρίνω — (Α ἀνακρίνω) (ως δικανικός όρος) εξετάζω κάποιον υποβάλλοντας του συνεχείς ερωτήσεις για να εξακριβώσω την αλήθεια αρχ. 1. εξετάζω, ερευνώ για την εύρεση τής αλήθειας 2. (ως πολιτικός όρος) α) εξετάζω άρχοντες για να διαπιστώσω την ικανότητα, την … Dictionary of Greek
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek
εριδαίνω — ἐριδαίνω (Α) [έρις] 1. μαλώνω, λογομαχώ, φιλονεικώ («αὔτως γὰρ ῥ’ ἐπέεσσ’ ἐριδαίνομεν», Ομ. Ιλ.) 2. αγωνίζομαι, διαγωνίζομαι για κάτι, αντιμάχομαι, αμιλλώμαι («εἵνεκα τῆς ἀρετῆς ἐριδαίνομεν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
λογομαχία — η (AM λογομαχία) [λογομαχώ] ζωηρή διαφωνία, φιλονικία με λόγια, διαπληκτισμός, αντεγκλήσεις … Dictionary of Greek